επακτηρ

επακτηρ
    ἐπακτήρ
    ἐπ-ακτήρ
    -ῆρος ὅ (тж. ἀνήρ ἐ. Hom.) охотник, зверолов Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επακτηρ" в других словарях:

  • επακτήρ — ἐπακτήρ, ο (Α) 1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.) 2. αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ (< αγ θ. τού άγω) + τηρ] …   Dictionary of Greek

  • ἐπακτήρ — hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτῆρας — ἐπακτήρ hunter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτῆρες — ἐπακτήρ hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτῆρσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτήρεσι — ἐπακτήρ hunter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτήρεσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτήρεσσι — ἐπακτήρ hunter masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτήρεσσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτήρων — ἐπακτήρ hunter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επακτρεύς — ἐπακτρεύς, ο (Α) βλ. επακτήρ 1. κυνηγός 2. ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ (< αγ θ. τού άγω) + τρευς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»